- αναρθρία
- η мед. нечленораздельность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναρθρία — Η ανικανότητα προφοράς των λέξεων. Αυτός που πάσχει από α. γνωρίζει με ακρίβεια τα διανοήματά του, καθώς και τις λέξεις που πρέπει να χρησιμοποιήσει για τη μετάδοσή τους, αλλά δεν είναι ικανός να τις αρθρώσει. Η πλήρης α. είναι σπάνια και… … Dictionary of Greek
ἀναρθρίαν — ἀναρθρίᾱν , ἀναρθρία want of vigour fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναρθρος — η, ο (AM ἄναρθρος, ον) (για τη φωνή ή ήχους) ο μη έναρθρος, αυτός που δεν μπορεί να απαρτίσει συγκροτημένες συλλαβές ή λέξεις (όπως οι φωνές των ζώων ή των ανθρώπων που κλαίνε, κραυγάζουν κ.λπ. το ουδ. ως ουσ. Άναρθρα θαλάσσια Ασπόνδυλα με δύο… … Dictionary of Greek